αὐλή — open court fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
αὐλῇ — αὐλέω play on the flute pres subj mp 2nd sg αὐλέω play on the flute pres ind mp 2nd sg αὐλέω play on the flute pres subj act 3rd sg αὐλή open court fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλη Αυλή — Οικισμός (113 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατ. Αττικής … Dictionary of Greek
αὐλῆι — αὐλῇ , αὐλέω play on the flute pres subj mp 2nd sg αὐλῇ , αὐλέω play on the flute pres ind mp 2nd sg αὐλῇ , αὐλέω play on the flute pres subj act 3rd sg αὐλῇ , αὐλή open court fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαύλος — αύλη, ον, Α 1. (για τρόπο βαδίσματος και συμπεριφοράς) επιτηδευμένος, θηλυπρεπής, προκλητικός, ο τρόπος με τον οποίο βάδιζαν οι εταίρες και οι βακχεύουσες 2. (για ίππο) αυτός που βαδίζει καμαρωτά («σαῡλος βαίνειν, ἵππος ὡς κορωνίδης», Σιμων.) 3.… … Dictionary of Greek
υπόφαυλος — αύλη, ον, Α [φαῡλος] ο κάπως χαμηλής αξίας, περιεκτικότητας, ποιότητας ή μεγέθους … Dictionary of Greek
αὐλαῖν — αὐλή open court fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλαῖς — αὐλή open court fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλαί — αὐλή open court fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)